-
1 сила ветра
η ένταση του ανέμου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сила ветра
-
2 скорость
(характеристика движения материального тела) η ταχύτηταснижать - μειώνω την -, κόβω την -уменьшать - μειώνω/ελαττώνω την -- вращения антенны радиолокатора ο ρυθμός περιστροφής της κεραίας του ραντάρдозвуковая - υποακουστική -, υποηχητική -- передвижения (напр. экскаватора) - πορείαςпутевая ав. - εδάφουςсинхронная - эл. σύγχρονη -- снижения вертикальная ав. о βαθμός καθόδουугловая - крена ав. γωνιακή - διατοιχισμούугловая - тангажа ав. γωνιακή - πρόνευσης, ο βαθμός πρόνευσηςэксплуатационная ав. - χρήσης/εκμετάλλευσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скорость
-
3 порыв
(ветра) η ριπή (του ανέμου)боковой - ав. πλευρική -восходящий - ав. ανοδική -нисходящий ав. - καθοδική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порыв
-
4 разворачиваться
στρέφω, γυρίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разворачиваться
-
5 выветривать
1. (удалять действием ветра) (εξ)αερίζω 2. (геол.) διαβρώνω (μέσω του ανέμου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выветривать
-
6 давление
η πίεσ/η, η θλίψη, η κατάθλιψη, η τάσηповышать - αυξάνω/ανεβάζω την -спускать - χαμηλώνω/κατεβάζω την -, εκτονώνω την -удерживать - κρατώ/συντηρώ την -боковое - πλευρική -, εγκάρσια -- ветра - του ανέμου, ανεμομε-τρική -действительное - πραγματική -, δρώσα -кровяное мед. - του αίματοςнизкое - (по сравнению с требуемым) χαμηλή -, η υποπίεσηперегрузочное - της υπερφόρτισης, η υπερπίεσηповышенное - (кровяное) мед. η υπέρταση, η υπερτονίαпониженное - (кровяное) мед. η υπόταση- подачи (напр. топлива масла кислорода и т.п.) - της παροχής (π.χ. καυσίμου, αέρα, οξυγόνου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > давление
-
7 измеритель
ο μετρητής. - видимости (метео) - ορατότητας- расхода (газа жидкости) - κατανάλωσης (αερίου, υγρού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измеритель
-
8 направление
η κατεύθυνση, η διεύθυνσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > направление
-
9 рев
ревм τό μούγγρισμα, τό μουγγρητό / τό ὁὔρλιασμα (волков, собак и т. п.)/ ὁ βρυχηθμός (льва)/ τό γκάρισμα (осла, мула)/ τό βουητό (машин и т. п.):\рев волн τό μούγγρισμα τών κυμάτων \рев сирены τό ούρλιασμα τής σειρήνας· \рев бу́ри τό μουγγρητό τής θύελλας· \рев машин τό βουητό τῶν μηχανών \рев ветра τό μουγγρητό τοῦ ἀνεμου. -
10 свист
свистм τό σφύριγμα, τό σύρισμα:\свист ветра τό σφύριγμα τοῦ ἀνεμου. -
11 голос
-а (-у), πλθ. голоса α.1. φωνή, φθόγγος•высокий голос ψηλή φωνή•
низкий голос χαμηλή φωνή•
тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•
голос соловья φωνή αηδονιού•
звонкий голос ηχηρή φωνή•
глухой -υπόκωφη φωνή•
мужской голос ανδρική φωνή•
женский голос γυναικεία φωνή•
узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•
во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•
прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.
2. (μουσ.) φωνή•второй голос δεύτερη φωνή.
3. ήχος•голос ветра η βουή του ανέμου.
4. μτφ. υπαγόρευση•голос рассудка η φωνή της λογικής•
голос совести η φωνή της συνείδησης•
голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•
голос страсти η φωνή του πάθους.
5. η ψήφος•право -а δικαίωμα ψήφου•
решающий голос θετική ψήφος•
совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•
лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•
произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•
избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.
εκφρ.в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•в -е (быть) – ηχώ καλά•с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη. -
12 дыхание
-я ουδ.αναπνοή, πνοή, ανάσα, αдыхание νάσεμα•органы -я αναπνευστικά όργανα•
ис-куственное! дыхание τεχνητή αναπνοή•
затруднённое дыхание δύσπνοια•
переводить дыхание παίρνω ανάσα.
|| εισπνοή. || εκπνοή. || μτφ. φύσημα, πνοή•бурное дыхание ветра δυνατό φύσημα ανέμου•
дыхание весны πνοή της Α,νοιξης.
εκφρ.до последнего -я – μέχρι τελευταίας πνοής (όσο θα ζω)•испустить последнее дыхание – εκπνέω (παραδίδω) την τελευταία (ύστατη) πνοή. -
13 завывание
-я ουδ.ούρλιασμα, ωρυγή• βούισμα•завывание волка ούρλιασμα λύκου•
завывание ветра βούισμα του ανέμου•
завывание сирены μούγκρισμα της σειρήνας.
-
14 напор
-а α.πίεση•напор воды πίεση νερού•
-ветра πίεση του ανέμου•
под -ом наших войск κάτω από την πίεση των στρατευμάτων μας.
|| δραστηριότητα, επιμονή. -
15 направление
-я ουδ.1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•
направление ветра κατεύθυνση ανέμου•
в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•
менять направление αλλάζω κατεύθυνση.
2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•
реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•
направление журнала η τάση του περιοδικού.
3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.
4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•получить направление παίρνω διορισμό•
направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.
-
16 определить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. καθορίζω, προσδιορίζω•определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•
обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.
|| κάνω διάγνωση•определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.
(μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.
|| διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.
3. σημειώνω, διαγράφω•определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.
4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•
отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.
1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.
2. προσανατολίζομαι.3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•-в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•
определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•
определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).
-
17 свист
-а α.σφύριγμα, σύριγμα•пронзительный свист διαπεραστικό σφύριγμα•
свист ветра το σφύριγμα του ανέμου•
однообразный свист μονότονο σφύριγμα•
свист пуль σφύριγμα των σφαιρών•
художественный свист μελωδικό σφύριγμα.
-
18 сила
-ы θ.1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•
богатырская сила ηράκλεια δύναμη•
напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.
|| μτφ. δύναμη πνευματική•душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•
умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•
сила характера δύναμη του χαρακτήρα.
2. βία•применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.
3. (τεχ.) ισχύς•сила машины ισχύς μηχανής•
падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•
центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•
сила тяжести η δύναμη του βάρους.
4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•сила государства ισχύς του κράτους•
сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•
покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•
сила слова η δύναμη του λόγου•
сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•
сила ветра η δύναμη του ανέμου•
сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•
неестественная -υπερφυσική δύναμη•
производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•
рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•
движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•
реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•
вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.
5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.
6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.εκφρ.в -у – δύσκολα, μετά βίας•в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•по -е возможности – κατά το δυνατό•под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•-ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•взять -у – κ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου. -
19 усиление
-я ουδ.δυνάμωμα, ενίσχυση, ισχυροποίηση, κραταίωση• ένταση•усиление ветра δυνάμωμα του άνεμου•
усиление обороны ενίσχυση της άμυνας.
|| χειροτέρευση• όξυνση•усиление болезни χειροτέρευση της ασθένειας•
усиление противоречий όξυνση των αντιθέσεων.
-
20 шум
-а (-у) α.1. θόρυβος, βουή, τύρβη, αχός•лёгкий шум ελαφρός (σιγανός) θόρυβος•
большой шум слышится μεγάλος θόρυβος ακούεται•
ветра η βουή του άνεμου•
шум волн η βουή των κυμάτων.
|| κρότος•шум шагов ο κρότος των βημάτων, το ποδοβολητό.
|| οχλοβοή, οχλαγωγία, χλαλοή• χάβρα. || φασαρία, φωνές.2. συζήτηση ζωηρή• ντόρος•много -а от ничего πολύς θόρυβος για το τίποτε.
3. θρόισμα, θρος•листьев το θρόισμα των φύλλων.
εκφρ.в голове – βούισμα στο κεφάλι•шум в ушах – βούισμα στ αυτιά.